- κικυμίς
- κικυμίςscreech-owlfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κικυμίς — κικυμίς, ἡ (Α) κικκάβη·, γλαυξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κικκάβη (πρβλ. και κίκυμος)] … Dictionary of Greek
κικυμίδας — κικυμίς screech owl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικυμώττω — (Α) (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) δεν βλέπω καλά, έχω μειωμένη όραση, βλέπω σαν την κουκουβάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. τού κικυμίς ή κίκνμος «κουκουβάγια» + επίθημα ώττω, χαρακτηριστικό ρημάτων που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώττω, τυφλ… … Dictionary of Greek
kā̆ u-, kē̆ u-, kū- — kā̆ u , kē̆ u , kū English meaning: to howl Deutsche Übersetzung: ,heulen” Note: onomatopoeic words, partly with anlaut. k, partly with k̂. Material: O.Ind. kü uti ‘shouts, howls”, Intens. kōkūyate ‘schreit, sounds, seufzt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary